γελασίνοι

γελασίνοι
οι передние зубы (обнажающиеся при улыбке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γελασίνοι" в других словарях:

  • γελασῖνοι — γελασῖνος laugher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαγγαλίζω — (Α) γαργαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γαργαλίζω*, που συνδέεται με τις γλώσσες του Ησυχίου γαγγαλάν, γαγγαλίζεσθαι «ήδεσθαι», γαγγαλίδες «γελασίνοι»] …   Dictionary of Greek

  • γελασίνος — ο (θηλ. νη, η) (AM) 1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός 2. πληθ. οἱ γελασῑνοι (ὀδόντες) τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες 3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῑναι τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε β) τα λακκάκια …   Dictionary of Greek

  • λακκάκι — το 1. μικρός λάκκος 2. μικρή κοιλότητα, μικρό βαθούλωμα («έχει ένα λακκάκι στο πιγούνι του») 3. στον πληθ. τα λακκάκια τα μικρά βαθουλώματα που σχηματίζονται στα μάγουλα κάποιου όταν γελάει, οι γελασίνοι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»